- καθίσεις
- κάθισιςsittingfem nom/voc pl (attic epic)κάθισιςsittingfem nom/acc pl (attic)καθίζωaB*fut ind act 2nd sgκαθίζωaB*aor subj act 2nd sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
όποιος — όποια, όποιο αναφορ. αντων., εκείνος που, οποιοσδήποτε, τέτοιος που: Μ όποιο δάσκαλο καθίσεις τέτοια γράμματα θα μάθεις (παροιμ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)